Μια πρωινή βόλτα με αντιθέσεις, κάτι σαν ημερολογιακή καταγραφή
Ο ουρανός καθαρός και γαλανός μετά από μέρες με σκόνη και σύννεφα. Τα πουλιά, ιδίως τα κοτσύφια και σπουργίτια, από το ξημέρωμα δίνουν ρεσιτάλ.
Οι μυρωδιές δεν περιγράφονται.. Γιασεμιά, κάποιο γκαζόν που κόπηκε, δροσιά από κήπους, λουλούδια.
Λίγα στενά πιο κάτω ένα τριζόνι που έχει πάρει πολύ σοβαρά το έργο του εδώ και μέρες, δεν λέει να σταματήσει το τραγούδι του, κι ας είναι πλέον εννιά και μισή. Έχει βάλει σκοπό να πλαισιώσει το γωνιακό σπίτι με την φωνή του, ίσως έτσι κάνοντας τα μούρα στην αυλή αυτή να είναι ακόμα πιο νόστιμα απ’ των άλλων μουριών. Μια γάτα σε απόσταση λίγων μέτρων νιαουρίζει, όλο γλύκα και σκέρτσο, προφανώς για να την ταΐσουν.
Ακόμα λίγα στενά πιο κάτω ένας νέος άντρας κατεβαίνει από το μηχανάκι του χαμογελώντας στον συνάδελφό του που κατέφτασε με μια τεράστια γουρούνα, και κατευθύνονται κι οι δυο προς ένα εργοτάξιο. Το τραγούδι των πουλιών συνοδεύει κάθε βήμα μου και εκεί ακριβώς είναι που σκέφτομαι, τι όμορφο να βλέπεις χαμογελαστούς ανθρώπους το πρωί, μέσα στην φρεσκάδα της νέας μέρας!!
Κι εκεί επίσης είναι που εμφανίζεται, εισβάλλει σχεδόν, η άλλη πλευρά. Ένα αμάξι κατηφορίζει προς το μέρος μου και ακούω φωνές τόσο δυνατές που νιώθω το αίμα μου να παγώνει, τον λαιμό και την καρδιά μου να σφίγγεται και την ψυχή μου να πονάει. Καθώς με προσπερνάει, μάλιστα βλέπω τα τζάμια κλειστά.. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι τσακώνεται τόσο δυνατά, με τόσο βραχνιασμένες βροντοφωνές ο ένας, και τέτοια απελπισμένη τσιρίδα η άλλη, που αν είχαν ανοιχτά τα τζάμια μου φαίνεται η ταραχή μου θα κρατούσε για όλη την υπόλοιπη μέρα. (Υ.Γ. ίσως και να επιτεύχθηκε αυτό, εκ των υστέρων κρίνοντας…)
Νιώθω, είναι μνήμες και βιώματα που ξυπνάνε σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις.. Το σώμα αναγνωρίζει το ερέθισμα και ενεργοποιεί τους μηχανισμούς που κάποτε έμαθε να θέτει σε λειτουργία.
Ευτυχώς τα κοτσύφια, όσο πλησιάζει κανείς το γκολφ της Γλυφάδας, συνεχίζουν την συναυλία τους, κινητοποιώντας κάθε άλλο φτερωτό πλάσμα τριγύρω να συμμετέχει. Σκέφτομαι, ισχύει συχνά ο νόμος του Μέρφυ.. Εγώ επικαλέστηκα την αγαλλίαση που νιώθω βλέποντας χαμογελαστούς ανθρώπους, η τυχαία εξέλιξη των γεγονότων αποκρίθηκε με τσακωμούς και φωνές στην σκέψη μου και η ζωή συνεχίζεται.
Άλλωστε, τα λουλούδια δεν παύουν να μοσχοβολάνε, γρήγορα διαλύουν τις σκέψεις. Είναι βάλσαμο να βλέπει κανείς φούξια βουκαμβίλιες να ξεπροβάλλουν μέσα από χείμαρρο γιασεμιού (3 φορές σε όλη την βόλτα).
Μια ηλικιωμένη γυναίκα χαμογελαστή, με φρέσκο πρόσωπο, λαμπερά μάτια και μια αύρα δροσιάς, περπατάει με τα δυο της σκυλάκια. Της χαμογελάω κάπως αόριστα, με την καρδιά να ζεσταίνεται ξανά. Και λίγα μέτρα πιο κάτω μια ακόμα ηλικιωμένη γυναίκα περπατάει στην γειτονιά… αόριστα. Φοράει μια καφέ ρόμπα που θυμίζει να βγήκε από σκηνικό με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και την Ρένα Βλαχοπούλου. Φοράει επίσης κάτι χνουδωτές παντόφλες και συνεχίζει να περπατάει αόριστα… (ακόμα μια αντίθεση που κάπως φαίνεται να με στενοχωρεί)
Μια νέα κοπέλα κάνει βόλτα το μωρό της στο καροτσάκι και από πίσω της μια γυναίκα περπατάει μόνη στον ολόδροσο δρόμο, φορώντας μάσκα.
Τα πουλιά κάθε δρόμου συνεχίζουν να συνοδεύουν τον περίπατό μου με τα τραγούδια τους. Κούκοι γίνονται guest-star κάθε τόσο, μα η βόλτα κλείνει με τον ήχο της ηλεκτροκόλλησης. Η μυρωδιά, κι ας μην είναι γιασεμί, πάντα κάπως μου άρεσε. Ίσως επειδή φέρνει στην επιφάνεια εικόνες του πατέρα μου, να μαστορεύει διάφορα, να κάνει κατασκευές που εγώ ένιωθα ανασφαλείς μέχρι να με πείσει εκείνος για το αντίθετο.
Όπως και να ‘χει ο ήχος της ηλεκτροκόλλησης ευπρόσδεκτος είναι. Κι αν όχι ακριβώς ευπρόσδεκτος, τουλάχιστον είναι φυσιολογικός. Η ιδανική γέφυρα για να με φέρει στο τώρα, επιστρέφοντας σε μια κατοικία πάνω σε πολυσύχναστη λεωφόρο.
Comments